-
1 δια-σείω
δια-σείω (s. σείω), durchschütteln, erschüttern; Plat. Tim. 87 e; τὸ γόμφωμα, Plut. Marc. 15; τοὺς ἀκούοντας, Pol. 18, 28, 2; in Furcht setzen, 10, 26, 4; vgl. τὰ τῶν Ἀϑηναίων φρονήματα Her. 6, 109, verwirren, wie τὰ παρόντα Plut. Cic. 10. Auch ταῖς οὐραῖς, = διασαίνω, Xen Cyn. 6-15. – Bei Sp. von Beamten, welche ihre Gewalt mißbrauchen u. durch Drohungen Geschenke erpressen.
См. также в других словарях:
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
Λεβίδης — Επώνυμο αριστοκρατικής οικογένειας εθνικών αγωνιστών, λογίων, πολιτικών και καλλιτεχνών από τα Ταταύλα της Κωσταντινούπολης. 1. Δημήτριος (Ταταύλα 1768 – 1821). Φιλικός και εθνομάρτυρας. Εκτελέστηκε από τους Τούρκους με απαγχονισμό, λίγο πριν από … Dictionary of Greek